- συνεπικουρώ
- -έω, ΜΑεπικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλοαρχ.αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.